- ακροπόρος
- (I)ἀκροπόρος, -ον (Α)1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή2. (προπαροξ.) ακρόποροςαυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω].————————(II)ἀκροπόρος, -ον (Α)εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].
Dictionary of Greek. 2013.